- δίπλινθος
- -η, -ο (Α δίπλινθος, -ον)αυτός που έχει πλάτος ή πάχος δύο πλίνθωννεοελλ.(για τοίχο) αυτός που χτίζεται με διπλή σειρά πλίνθων, με πατικό* τούβλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* (βλ. λ. δις) + πλίνθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίπλινθος — η, ο αυτός που έχει κατασκευαστεί με διπλή σειρά πλιθιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)